- λαρυγγοπάθεια
- ηπάθηση τού λάρυγγα και ιδίως η λαρυγγίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngopathie].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαρυγγοπάθεια — η (ιατρ.), η πάθηση του λάρυγγα, η λαρυγγίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)